ηγεμονόπαις

ηγεμονόπαις
ο, η
γιος ή κόρη ηγεμόνα, βασιλιά ή αυτοκράτορα, αλλ. πρίγκιπας, πριγκίπισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. prince). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”